угрожающий - translation to πορτογαλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

угрожающий - translation to πορτογαλικά


угрожающий      
ameaçador ; (опасный) perigoso ; (неизбежный) iminente
cominatório      
угрожающий
cominador      
угрожающий

Ορισμός

угрожающий
УГРОЖ'АЮЩИЙ, угрожающая, угрожающее.
1. прич. ·действ. наст. вр. от угрожать
.
2. Грозный, грозящий неприятностями, опасный. У путешественников создалось угрожающее положение с провиантом. Угрожающе (нареч.) посмотреть на кого-нибудь.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για угрожающий
1. Угрожающий характер приобретает эпидемия наркомании.
2. Угрожающий характер приняли межэтнические отношения.
3. Сейчас - другое, это приобрело уже угрожающий масштаб.
4. На стадионе начался просто-таки угрожающий свист.
5. Для других - внутренний враг, угрожающий государству.